- καλλίπηχυς
- καλλίπηχυς, -υ (Α)1. αυτός που έχει ωραίους βραχίονες2. (για βραχίονα) ωραίος («καλλίπηχυν Ἕκτορος βραχίονα», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)-* + -πηχυς (< πῆχυς «βραχίων») πρβλ. αγλαό-πηχυς, λευκό-πηχυς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλλίπηχυς — beautiful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλίπηχυν — καλλίπηχυς beautiful masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)